ἀποζεύξῃ

ἀποζεύξῃ
ἀποζεύξηι , ἀπόζευξις
unyoking
fem dat sg (epic)
ἀποζεύγνυμαι
aor subj mid 2nd sg
ἀποζεύγνυμαι
aor subj act 3rd sg
ἀποζεύγνυμαι
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • απόζευξη — η (Α ἀπόζευξις) [αποζευγνύω] νεοελλ. η αποσύνδεση αρχ. το λύσιμο ζώου από τον ζυγό …   Dictionary of Greek

  • ρύθμισης, συστήματα — Συσκευή ή σύνολο συσκευών, που προορίζονται για να πραγματοποιούν μια ρύθμιση, να διατηρούν δηλαδή σταθερό ένα ορισμένο φυσικό μέγεθος π.χ. μια ταχύτητα, ένα ηλεκτρικό ρεύμα, μια θερμοκρασία, τη στάθμη ενός υγρού κλπ.). Το ρυθμιζόμενο μέγεθος… …   Dictionary of Greek

  • αποζευκτήρας — κ. αποζεύκτης, ο [αποζευγνύω] όργανο με το οποίο γίνεται η απόζευξη (π.χ. της αλυσίδας από τον εργάτη του πλοίου) …   Dictionary of Greek

  • κλειδί — Μεταλλικό αντικείμενο διαφόρων σχημάτων, κατάλληλο να θέτει σε λειτουργία μηχανικά συστήματα (κλειδαριές, περικόχλια, κοχλίες, χιτώνια ή ενώσεις σωλήνων), τα οποία βασίζονται αποκλειστικά στην αρχή του μοχλού. Στα κ. για κλειδαριές διακρίνονται η …   Dictionary of Greek

  • ξέζεμα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεζεύ(γ)ω, απόζευξη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”